- μεταπορεύομαι
- μεταπορεύομαι (ΑΜ) [πορεύομαι]μεταβάλλω, αλλάζωαρχ.1. πορεύομαι μετά από κάποιον, καταδιώκω κάποιον με εχθρικές διαθέσεις2. εκδικούμαι κάποιον, τιμωρώ3. ζητώ ή επιδιώκω να αποκτήσω κάτι, επιζητώ κάτι («οὐκ ἐτόλμα μεταπορεύεσθαι τὴν αὐτὴν ἀρχήν», Πολ.)3. μεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλο («κατὰ τὸ τῆς χώρας ἐπίπεδον μεταπορεύεται», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.